εξαπτέρυγος

εξαπτέρυγος
ος , ον 1. шестикрылый;
2.:

τα εξαπτέρυγα — церк. хоругви


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξαπτέρυγος" в других словарях:

  • ἑξαπτέρυγος — six winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπτέρυγος — η, ο (AM ἑξαπτέρυγος, ον) 1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέρια α) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές… …   Dictionary of Greek

  • εξαπτέρυγος — η, ο 1. που έχει έξι φτερούγες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξαπτέρυγα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξαπτέρυγον — ἑξαπτέρυγος six winged masc/fem acc sg ἑξαπτέρυγος six winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπτερύγοις — ἑξαπτέρυγος six winged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπτερύγους — ἑξαπτέρυγος six winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπτερύγων — ἑξαπτέρυγος six winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπτέρυγα — ἑξαπτέρυγος six winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπτέρυγοι — ἑξαπτέρυγος six winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάπτερος — η, ο ζωολ. (για ψάρια) αυτός που φέρει έξι πτερύγια, ο εξαπτέρυγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»